ομόφθογγος

ομόφθογγος
ὁμόφθογγος, -ον (Α)
αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + φθόγγος (πρβλ. βαρύ-φθογγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοφθόγγους — ὁμόφθογγος sounding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφθόγγων — ὁμόφθογγος sounding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφθόγγῳ — ὁμόφθογγος sounding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱԲԱՐԲԱՌ — ( ) NBH 2 0011 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. ὀμόφθογγος consonans Միաբարբառ. համաձայն. միաբան. *Համաբարբառ ձայնակցութիւն. Պրոկղ. ի ստեփ.: *Համաբարբառ տպաւորութիւն. Նար.: *Զերիս աւետարանիչս զհամաբարբառս զմատթէոս, զմրակոս, եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”